- συλλέξεις
- σύλλεξιςcontributionfem nom/voc pl (attic epic)σύλλεξιςcontributionfem nom/acc pl (attic)συλλέγωbring togetherfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρώγα — η / ῥώξ, ῥωγός, ΝΜΑ, και ράγα, Ν, και ῥάξ, Α (κυρίως για το σταφύλι) μικρός σφαιροειδής καρπός (α. «τής αγίας Μαρίνας ρώγα και τ άγιο Λιος σταφύλι», δημ. τραγούδι β. «οὐδὲ τὰς ῥῶγας τοῡ ἀμπελῶνος σου συλλέξεις», ΠΔ) νεοελλ. 1. η θηλή τού μαστού 2 … Dictionary of Greek